κίσθαρος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, = κίστος, Sp.

Greek Monolingual

ο (Α κίσθαρος)
είδος του φυτού κίστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος + επίθημα -αρος (πρβλ. κίσσ-αρος, κόμ-αρος)].