Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
[Seite 1442] ὁ, = κίστος, Sp.
ο (Α κίσθαρος)είδος του φυτού κίστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος + επίθημα -αρος (πρβλ. κίσσ-αρος, κόμ-αρος)].