ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
[Seite 1442] ὁ, = κίστος, Sp.
ο (Α κίσθαρος)είδος του φυτού κίστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος + επίθημα -αρος (πρβλ. κίσσαρος, κόμαρος)].