κηροχύτης

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη του κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιο-χύτης, νερο-χύτης.