κηροχύτης

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

ο
ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη του κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιοχύτης, νεροχύτης.