κερατόπους

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A hornfooted, hoofed, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερατόπους, -οδος, ὁ (Α)
αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -πους (< πούς), πρβλ. καμψί-πους, ωκύ-πους].