κερατόπους

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτόπους Medium diacritics: κερατόπους Low diacritics: κερατόπους Capitals: ΚΕΡΑΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: keratópous Transliteration B: keratopous Transliteration C: keratopous Beta Code: kerato/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, κερατόπουν, τό, gen. ποδος, hornfooted, hoofed, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερατόπους, -οδος, ὁ (Α)
αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -πους (< πούς), πρβλ. καμψίπους, ωκύπους].