κιλλός

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ή, όν,

   A ass-coloured, grey, θερίστριον Eub.103, cf. Hsch., Phot., Eust.1057.56:—also κίλλιος, α, ον, Poll.7.56.

German (Pape)

[Seite 1438] ή, όν, = κίλλιος, Eubul. nach Schol. Il. 16, 234 εἶδος χρώματος; φαιοῦ Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κιλλός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου, φαιός, θερίστριον Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· ὡσαύτως κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
gris.
Étymologie: DELG étym. obsc.

Greek Monolingual

κιλλός, -ή, -όν (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ- του τ. κελ-αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή του -ε- σε -ι- (κλειστοποίηση)
τα -λλ- ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προερχόμενα από σύμπλεγμα -λν- ή -λy-].