αναδιπλασιασμός
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
Greek Monolingual
ο (Α ἀναδιπλασιασμός) ἀναδιπλασιάζω
1. ο εκ νέου διπλασιασμός ή απλώς διπλασιασμός, η επανάληψη
2. (ή διπλασιασμός ή αναδίπλωση) η επανάληψη ενός ή και περισσοτέρων αρχικών φθόγγων του θέματος μιας λέξης ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής.