φλύκταινα (φυλακταίνα cod.), Hsch.; cf. καυσαλίς.
καυχαλίς, -ίδος, ἡ (Α)καυσαλίς, φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καυσαλίς.