καυχαλίς

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυχᾰλίς Medium diacritics: καυχαλίς Low diacritics: καυχαλίς Capitals: ΚΑΥΧΑΛΙΣ
Transliteration A: kauchalís Transliteration B: kauchalis Transliteration C: kafchalis Beta Code: kauxali/s

English (LSJ)

φλύκταινα (φυλακταίνα cod.), Hsch.; cf. καυσαλίς.

Greek Monolingual

καυχαλίς, -ίδος, ἡ (Α)
καυσαλίς, φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καυσαλίς.