κιονοστάτης

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
κιονόβαθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -στάτης < θ. στα- (πρβλ. -στά-θην, παθ. αόρ. του ἵστημι), πρβλ. υδρο-στάτης, φανο-στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων του Αντώνιου Ηπίτη].