κεκμηώς
English (LSJ)
ότος and ῶτος, Ep. pf. part. Act. of κάμνω. κέκνακεν· ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κεκμηώς: ότος καὶ ῶτος, Ἐπικ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ κάμνω.
French (Bailly abrégé)
ῶτος;
mais acc. pl. κεκμηότας;
part. pf. épq. de κάμνω.
English (Autenrieth)
see κάμνω.
Greek Monolingual
κεκμηώς, -ότος και -ώτος (Α)
επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του κάμνω, αντί κεκμηκώς.