Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) άπραγοςνεοελλ.έλλειψη πείρας, αδεξιότητααρχ.-μσν.1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια.