ἀπραγία

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρᾱγία Medium diacritics: ἀπραγία Low diacritics: απραγία Capitals: ΑΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: apragía Transliteration B: apragia Transliteration C: apragia Beta Code: a)pragi/a

English (LSJ)

ἡ, inaction, Plb.3.103.2; want of energy, Plu.Fab. 1 (so in physical sense, Aret.SD2.7); unemployment, Vett. Val.189.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπραγίη Aret.SD 2.7
1 inactividad τῶν στρατοπέδων Plb.3.103.2, διὰ τὴν ἀπραγίαν εἰρηνικὸς εἶναι D.S.16.5, por falta de empleo, Vett.Val.177.25, cf. Ptol.Tetr.4.10.15.
2 tranquilidad, impasibilidad de pers. τοῖς πολλοῖς ἀπάθειαν μὲν οὖσαν τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν para muchos era inercia su aparente impasibilidad Plu.Fab.1
tb. en sent. fís., en las digestiones, Aret.l.c.
3 indiferencia, desinterés, pasividad περὶ τῶν εἰδῶν, ὧν δέδωκ[άς μ] οι πωλῆσαι, μεγάλη ἐστὶν ἀ. sobre los objetos, que me diste para vender, hay un gran desinterés, PIand.100.9 (IV d.C.).
4 futilidad, vacuidad ὁ δὲ ἐπισπεύδων εἰς ἀπραγίαν Sm.Pr.12.11, cf. 28.19.

German (Pape)

[Seite 337] ἡ, Geschäftslosigkeit, Untätigkeit, στρατοπέδων Pol 3, 103; Plut. Fab. Max. 1; LXX.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
inaction, inertie.
Étymologie: , πράττω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρᾱγία:бездеятельность, бездействие, праздность Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρᾱγία: ἡ, τὸ μὴ πράττειν τι, διατελεῖν ἐν ἀργίᾳ, ἀπραξίᾳ, Πολύβ. 3. 103, 2· ἔλλειψις ἐνεργείας, τὴν δοκοῦσαν ἀπραγίαν Πλουτ. Φάβ. 1.

Greek Monolingual

κ. απραγιά, η (AM ἀπραγία) άπραγος
νεοελλ.
έλλειψη πείρας, αδεξιότητα
αρχ.-μσν.
1. έλλειψη ασχολίας ή εργασίας
2. έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια.

Greek Monotonic

ἀπρᾱγία: ἡ (πράσσω), αδράνεια, έλλειψη ενέργειας ή δραστηριότητας, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πράσσω
idleness, want of energy, Plut.