κάκια

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κακιά, η
1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια»)
2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή των σχέσεων μεταξύ φίλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά].