μνησικακία
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἡ, remembrance of wrongs, Ph.2.78, J.AJ16.9.3, Plu.2.860a.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ, das Gedenken des erlitten, n Bösen, μετὰ τρεῖς γενεὰς ὀργὴν καὶ μνησικακίαν ἀναφέροντες ὑπὲρ τυραννίδος, Plut., de Her. mal. 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ressentiment, rancune.
Étymologie: μνησίκακος.
Russian (Dvoretsky)
μνησῐκᾰκία: ἡ злопамятность (μνησικακίαν ἀναφέρειν ὑπέρ τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μνησῐκᾰκία: ἡ, ἐνθύμησις κακῶν ἢ ἀδικημάτων ἃ ἔπαθέ τις, Πλούτ. 2. 860Α.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μνησικακία) μνησίκακος
η ανάμνηση από κάποιον κακού που υπέστη, η οποία συνήθως συνοδεύεται από συναίσθημα μίσους και από έντονη επιθυμία για εκδίκηση («μνησικακία μνήμη παλαιῶν ἁμαρτημάτων ἐπὶ ἀνταποδόσει ὁμοίᾳ»
Ευστ. Ποντ.).