κοντολογίς

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κοντολογίς)
επίρρ. με λίγα λόγια, σε συντομίακοντολογίς, μείναμε ξάγρυπνοι χθες βράδυ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντόλογος με κατάλ. -ίς κατά τα ευθύς, νωρίς].