κόμμωσις

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A embellishment, Ath.13.568a (pl.).    II (κόμμι) stop-wax, prob. in Arist.HA623b31, cf. Plin.HN11.16, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, das Putzen, Schmücken, Schminken; τῶν ἑταιρῶν Ath. XIII, 568 a; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόμμωσις: -εως, ἡ, καλλώπισμα, διακόσμησις, Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόμμωσις, ἡ (Α)
η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου κομμῶ «αλείφω με κόμμι»].