κομμίωση

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ασθένεια τών φυτών που χαρακτηρίζεται από άφθονη παραγωγή κόμμεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ω-σις, με την επίδραση ενός αμάρτυρου ρ. κομμιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].