κορακόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν κόρακος, Τατιαν.
-η, -ο (Α κορακόφωνος, -η, -ον)αυτός που έχει φωνή κόρακααρχ.αυτός που λέγει ανοησίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -φωνος (< φωνή), πρβλ. λαρυγγό-φωνος, υψί-φωνος].