κουρσάρος

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος)
1. πειρατής, ληστής
2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ. cursarius < λατ. cursus «κούρσα, κούρσος» + -arius].