καταδρομέας

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης
2. ναυτ. κουρσάρος
3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον -επιδρομή - επιδρομεύς σχηματίστηκε και κατέδραμον - καταδρομή - καταδρομεύς. Ο τ. καταδρομεύς μαρτυρείται από το 1838 στον Γεώργιο Α. Ράλλη. Ως στρατιωτικός όρος η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του αγγλ. commando.].