κραδοφάγος

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A eating the young branches of the fig-tree, and as Subst., = ἀγροῖκος, Com.Adesp.1049 (κραδα- Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει κραδαφάγος).

Greek Monolingual

κραδοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς
2. το αρσ. ως ουσ. κραδοφάγος
κραδοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + -φάγος < θ. φαγ- (πρβλ. -φαγ-ον)].