κόλλουρος

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ, an unknown

   A fish, Marc.Sid.22.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, ein Fisch, Marc. Sidet. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλουρος: ὁ, ἄγνωστός τις ἰχθύς, Μάρκελλ. Σιδήτ. 22.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
sorte de poisson, M.SID. 22.
Étymologie: κόλλα, οὐρά.

Greek Monolingual

κόλλουρος, ὁ (Α)
ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί του κόλουρος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].