κόλλουρος
English (LSJ)
ὁ, an unknown
A fish, Marc.Sid.22.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, ein Fisch, Marc. Sidet. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλουρος: ὁ, ἄγνωστός τις ἰχθύς, Μάρκελλ. Σιδήτ. 22.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
sorte de poisson, M.SID. 22.
Étymologie: κόλλα, οὐρά.
Greek Monolingual
κόλλουρος, ὁ (Α)
ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί του κόλουρος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].