κονιστικός

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ή, όν,

   A liking to roll in the dust, of birds, opp. λοῦσται, Arist.HA633a29.

German (Pape)

[Seite 1481] ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.

Greek (Liddell-Scott)

κονιστικός: -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

Greek Monolingual

κονιστικός, -ή, όν (Α) κονίω
(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη.