επιβίβαση

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
είσοδος, εισαγωγή σε μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβιβάζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβίβασις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].