Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιβιβάζω

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

(AM ἐπιβιβάζω) βιβάζω
1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει
2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω
νεοελλ.
επιβιβάζομαι
μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω
αρχ.-μσν.
1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό
2. τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση.