λεθρίνι

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
το ψάρι λυθρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεθρίνι < λυθρίνι με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε- από επίδραση του υγρού συμφώνου
πρβλ. θελιά < θηλιά, μελίγγι < μηλίγγι. (Για ετυμολ. βλ. λυθρίνι)].