λατομώ

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM λατομῶ, -έω) λατόμος
εξορύσσω λίθους ή μάρμαρα, εργάζομαι σε λατομείο
μσν.
σκαλίζω παραστάσεις σε σκληρή επιφάνεια, λαξεύω
αρχ.
φρ. «λατομώ λάκκον» — σκάβω βραχώδες μέρος για να εξορύξω πέτρες ή μάρμαρα.