κυρτίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of κυρτίς,
A strainer, Dsc.1.52.
German (Pape)
[Seite 1538] τό, dim. zu κύρτη, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κυρτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύρτος, Διοσκ. 1. 62· ― ὡσαύτως κυρτίς, -ίδος, ἡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 493, Ὀππ. Ἁλ. 5. 600, Διοσκ. 4. 157.
Greek Monolingual
κυρτίδιον, τὸ (Α) κύρτος
μικρό στραγγιστήρι.