το λαδώνω1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι2. λέκιασμα από λάδι3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση.