κυνήγημα

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ κυνήγημα) κυνηγώ
η κατά πόδας καταδίωξη, κυνηγητό
νεοελλ.
μτφ. επίμονη αναζήτηση ή επιδίωξη («το κυνήγημα του πλούτου και της δόξας»).