κροτικός

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό κρότος
1. αυτός που μπορεί να παραγάγει ήχο, αυτός που κάνει κρότο
2. χημ. φρ. «κροτικό οξύ» — άλλη ονομασία του βροντώδους οξέος, του οποίου τα άλατα ονομάζονται και βροντώδη άλατακροτικός υδράργυρος» — βροντώδης υδράργυρος).