και λαμπικαρίζω λαμπίκος1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο»)3. γίνομαι διαυγής4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.).