λάθησις
German (Pape)
[Seite 5] ἡ, das Verborgensein, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
λάθησις: [ᾰ], εως, τὸ λανθάνειν, «Λητὼ νοεῖται ψυχικῶς ἡ λάθησις» Τζέτζ. Ἐξήγ. εἰς Ἰλ. σ. 71, 5.
Greek Monolingual
λάθησις, ἡ (Μ)
η λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + κατάλ. -ησις κατά το σχήμα μανθάνω: μάθησις.