λάθησις

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 5] ἡ, das Verborgensein, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

λάθησις: [ᾰ], εως, τὸ λανθάνειν, «Λητὼ νοεῖται ψυχικῶς ἡ λάθησις» Τζέτζ. Ἐξήγ. εἰς Ἰλ. σ. 71, 5.

Greek Monolingual

λάθησις, ἡ (Μ)
η λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον) + κατάλ. -ησις κατά το σχήμα μανθάνω: μάθησις.