κριτήρ

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = κριτής, IG4.493 (Mycenae).    II interpreter of dreams, Nic.Dam.66.9J.    III f.l. for κραντήρ (q.v.), Arist. ap. EM742.37.

German (Pape)

[Seite 1511] ῆρος, ὁ, = κριτής; nur von Zähnen, der Weisheitzahn, E. M. 742, 37. Vgl. κραντήρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐτήρ: -ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κραντήρ.

Greek Monolingual

κριτήρ, ὁ (Α)
1. αυτός που κρίνει, ο κριτής
2. ονειροκρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κινη-τήρ, νιπ-τήρ)].