λιστός

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ή, όν, (λίσσομαι)

   A to be moved by prayer, Il.9.497 (as quoted in Pl.R.364d): elsewh. only in compds. ἄλλιστος, τρίλλιστος.

Greek (Liddell-Scott)

λιστός: -ή, -όν, (λίσσομαι) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ ἱκεσία, Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις ἄλλιστος, τρίλλιστος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on fléchit par des prières.
Étymologie: λίσσομαι.

Greek Monolingual

λιστός, -ή, -όν (Α) λίσσομαι
αυτός που συγκινείται από τις ικεσίες.