τρίλλιστος
English (LSJ)
τρίλλιστον, poet. for Τρίλιστος, (λίτομαι, λίσσομαι) thrice, i.e. often or earnestly, prayed for, Il.8.488. Adv. τριλλίστως AP5.270 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1144] p. statt τρίλιστος, dreimal, d. i. oft, sehnlich erfleht; Il. 8, 488; Maced. 5 (V, 271).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. p. τρίλιστος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίλλιστος -ον [τρι -, λίτομαι] waar driewerf om gesmeekt is.
Russian (Dvoretsky)
τρίλλιστος: трижды призываемый, т. е. вожделенный, долгожданный (νύξ Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ. αντί τρίλιστος) πολυπόθητος.
επίρρ...
τριλλίστως Α
με μεγάλο πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -λλιστος (< λίσσομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»), πρβλ. πολύλλιστος.
Greek Monotonic
τρίλλιστος: -ον, ποιητ. αντί τρί-λιστος, (λίσσομαι) πολυπόθητος, πολυλιτάνευτος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίλλιστος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τρίλιστος, (λίτομαι λίσσομαι) πολυλιτάνευτος, πολυπόθητος, πολύευκτος, αὐτὰρ Ἀχαιοῖς ἀσπασίη τρίλλιστος ἐπήλυθε νὺξ ἐρεβεννὴ Ἰλ. Θ. 488. - Ἐπίρρ. τριλλίστως, οἱ δὲ φιληταὶ οἵ ποτε τριλλίστως ἀντίον ἐρχόμενοι Ἀνθ. Π. 5. 271.
Middle Liddell
τρίλ-λιστος, ον, [poetic for τρίλιστος λίσσομαι
thrice (i. e. often or earnestly) prayed for, Il.