λευκοβαφής

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ές,

   A gloss on λευκανθές, Sch.rec.S.OT742.

German (Pape)

[Seite 33] ές, weiß gefärbt, Schol. Soph. O. R. 733.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος λευκός, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.

Greek Monolingual

-ές (Α λευκοβαφής)
ο βαμμένος με λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο-βαφής, πορφυρο-βαφής].