λεχαῑος, -αία, -ον (Α) λέχος1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).