Ληναγέτας

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

α, ὁ, (Λῆναι)

   A leader of Bacchanals, θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν BMus.Inscr.902 (Halic., iii B.C.).

Greek Monolingual

Ληναγέτας, ὁ (Α)
ο αρχηγός της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λῆναι + -ᾱγέτας (δωρ. τ. του -αγέτης< ἄγω). Το -- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].