Ληναγέτας
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
α, ὁ, (Λῆναι) leader of Bacchanals, θοᾶν Ληναγέτα Βακχᾶν BMus.Inscr.902 (Halic., iii B.C.).
Greek Monolingual
Ληναγέτας, ὁ (Α)
ο αρχηγός της πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λῆναι + -ᾱγέτας (δωρ. τ. του -αγέτης< ἄγω). Το -ᾱ- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].