λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ-βλεπτώ, οξυ-βλεπτώ].