λοξοβλεπτώ

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)
βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσβλεπτώ, οξυβλεπτώ].