λεπρικός

Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ή, όν,

   A good for leprosy, Dsc.2.62, 3.88, POxy.1088.14 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 30] den Aussatz betreffend, φάρμακα, Heilmittel gegen den Aussatz, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρικός: -ή, -όν, διὰ τὴν λέπραν (δηλ. φάρμακον), Διοσκ. 1, 50, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπρικός, -ή, -όν) λέπρα
αυτός που έχει σχέση με τη λέπρα («λεπρικό εξάνθημα»).