λιοντάρι

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λεοντάρι, το
1. κοινή ονομασία του είδους Panthera leo, σαρκοφάγου θηλαστικού της οικογένειας αιλουροειδή, ο λέων
2. μτφ. άνθρωπος ατρόμητος, γενναίος, λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάριον, με συνίζηση (< λέων)].