λιποσαρκής

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ές,

   A = λιπόσαρκος, AP11.374 (Maced.), Man.1.55, cj. for λειπόσαρκες in Opp.C.2.106.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποσαρκής: -ές, = λιπόσαρκος, Ἀνθ. Π. 11. 374, Ὀππ. Κυν. 2. 106.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
décharné, maigre.
Étymologie: λείπω, σάρξ.

Greek Monolingual

λιποσαρκής, -ές (Α)
αδύνατος, λιπόσαρκος, ισχνός, ατροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -σαρκής (< σάρξ, σαρκός)].