λιποσαρκής
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
English (LSJ)
λιποσαρκές, = λιπόσαρκος, AP11.374 (Maced.), Man.1.55, cj. for λειπόσαρκες in Opp.C.2.106.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
décharné, maigre.
Étymologie: λείπω, σάρξ.
German (Pape)
ές, von Fleisch verlassen, mager; παρειά, Maced. 168 (XI.374); Man. 1.55.
Russian (Dvoretsky)
λῐποσαρκής: изможденный, исхудалый (παρειά Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐποσαρκής: -ές, = λιπόσαρκος, Ἀνθ. Π. 11. 374, Ὀππ. Κυν. 2. 106.
Greek Monolingual
λιποσαρκής, -ές (Α)
αδύνατος, λιπόσαρκος, ισχνός, ατροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -σαρκής (< σάρξ, σαρκός)].
Greek Monotonic
λῐποσαρκής: -ές (σάρξ), αδύνατος, ισχνός, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῐπο-σαρκής, ές σάρξ
wanting flesh, Anth.
Translations
emaciated
Catalan: emaciat, demacrat; Chinese Mandarin: 瘦弱的, 衰弱的; Czech: vyhublý, vychrtlý, vyzáblý; Danish: mager, udtæret; Dutch: uitgemergeld; Finnish: aliravittu; French: émacié; German: ausgemergelt, abgemagert; Greek: αποσκελετωμένος, απισχνασμένος, ισχνός, κοκκαλιάρης, λιπόσαρκος, σκελετός; Ancient Greek: ἔκλιμος, ἰσχνός, λιποσαρκής, σκύτινος; Italian: emaciato, smunto, denutrito, smorto, mingherlino, minuto, magro, tutta pelle; Maori: poroiwi, maiaka, korotūangaanga, pohokore, paiori, paiori, pāhehaheha; Norwegian Bokmål: utmagret; Polish: wychudzony, wynędzniały; Portuguese: emaciado; Punjabi: ਮਰੂਆ; Rapa Nui: kavakava; Romanian: epuizat, istovit, vlăguit, secătuit; Russian: измождёный, истощённый; Spanish: demacrado; Swedish: utmärglad