λοφορρῶγα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τὸν ἀπερρωγότα τοὺς ὤμους».[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ρρῶγα, αιτ. του -ρρωξ (< ρήγνυμι), πρβλ. κατα-ρρώξ, κυμο-ρρώξ].