χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
λοφορρῶγα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸν ἀπερρωγότα τοὺς ὤμους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ρρῶγα, αιτ. του -ρρωξ (< ρήγνυμι), πρβλ. καταρρώξ, κυμορρώξ].